Λειτουργία, μύθοι και κριτικές επισημάνσεις
Το ζήτημα του κράτους και των δομών του, επειδή ακριβώς συνδέεται με το ζήτημα της εξουσίας, την οργάνωση και την άσκησή της, τη συμμετοχή και τον τρόπο συμμετοχής των μαζών, αφορά άμεσα τη φύση του καθεστώτος που οικοδομήθηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Οι μπολσεβίκοι ηγήθηκαν της Οκτωβριανής Επανάστασης, δεν επιχείρησαν όμως μια κατάληψη της εξουσίας για λογαριασμό τους. Η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή του Σοβιέτ Πετρούπολης παρέδωσε την εξουσία στο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ. Αυτή ήταν και η «πράξη γέννησης» του νέου κράτους των Σοβιέτ.
Η βασική δομή διακυβέρνησης που διαμορφώθηκε είχε ως εξής: τα Σοβιέτ οργανώθηκαν σε ένα ενιαίο σύστημα που στη βάση του είχε τα Σοβιέτ εργατών και αγροτών βουλευτών, τα οποία εκλέγονταν από συνελεύσεις στις παραγωγικές μονάδες και στα χωριά και στην κορυφή το Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ. Στο ενδιάμεσο συγκροτούνταν μια σειρά από τοπικά Σοβιέτ, σε επίπεδο πόλεων-χωριών, επαρχιών και περιφερειών που λειτουργούσαν ως μια μορφή τοπικής αυτοδιοίκησης. Στα Σοβιέτ των πόλεων αντιστοιχούσε ένας αντιπρόσωπος για 500 εκλογείς ενώ στα Σοβιέτ των χωριών ένας για χίλιους. Από εκεί και πέρα τόσο για το Πανρωσικό Συνέδριο όσο και για τα Σοβιέτ των διοικητικών περιφερειών προβλεπόταν διαφορετική αναλογία αντιπροσώπευσης μεταξύ εργατών και αγροτών, υπέρ των πρώτων. Αυτό είχε να κάνει με την ίδια την ιδιομορφία της ρώσικης επανάστασης ως προλεταριακής σε μια χώρα που ο αγροτικός πληθυσμός ήταν πλειοψηφία, γεγονός που από τη μία όριζε την ανάγκη για συμμαχία εργατών και αγροτών από την άλλη όμως την ανάγκη να διασφαλιστεί η πρωτοκαθεδρία της εργατικής τάξης. Έτσι στις επαρχιακές συνελεύσεις αναλογούσε ένας αντιπρόσωπος ανά 2.000 εκλογείς στα Σοβιέτ των πόλεων και ένας αντιπρόσωπος ανά 10.000 εκλογείς στα αγροτικά Σοβιέτ. Στις περιφερειακές αναλογούσε ένας αντιπρόσωπος ανά 5.000 εκλογείς για τις πόλεις και ένας ανά 25.000 εκλογείς για τις αγροτικές περιοχές. Το Πανρωσικό Συνέδριο συγκροτούνταν από εκλεγμένους αντιπροσώπους των Σοβιέτ πόλεων με μέτρο 1 για 25.000 κατοίκους και των Σοβιέτ της υπαίθρου με μέτρο 1 για 125.000 κατοίκους. Το Πανρωσικό Συνέδριο ήταν το ανώτερο από τα όργανα της κεντρικής εξουσίας, το οποίο ασκούσε ενιαία τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Δεδομένης της δυσκολίας τακτικής σύγκλησης του Συνεδρίου, αυτό εξέλεγε την Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή που λογοδοτούσε στο Συνέδριο και που στο διάστημα μεταξύ των συνόδων του ασκούσε τις εξουσίες του. Η ΠΚΕΕ αποτελούσε ουσιαστικά το κοινοβούλιο της σοβιετικής δημοκρατίας. Η ΠΚΕΕ από τα μέλη της εξέλεγε το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού ή Σοβναρκόμ, που προεδρεύουν των αντίστοιχων επιτροπών, όντας ουσιαστικά η σοβιετική κυβέρνηση. Το Σοβναρκομ υπαγόταν στη δικαιοδοσία της ΠΚΕΕ. Για όλους τους αντιπροσώπους των Σοβιέτ, συμπεριλαμβανομένων των μελών της ΠΚΕΕ και του ΣΛΕ, προβλεπόταν το δικαίωμα ανάκλησής τους.
Το σύστημα αυτό κατοχυρώθηκε θεσμικά με το 1ο Σύνταγμα της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας (Ρ.Σ.Ο.Σ.Δ) που υπερψηφίστηκε από το 5ο Συνέδριο των Σοβιέτ, τον Ιούλιο του 1918. Με το Σύνταγμα, πέραν της διαμόρφωσης της δομής διακυβέρνησης, αποδόθηκαν πλατιά πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες στους σοβιετικούς πολίτες. Ορισμένα από τα βασικότερα: Αποδόθηκε δικαίωμα ψήφου καθολικό, σε άνδρες και γυναίκες, με τη συμπλήρωση των 18 χρόνων. Το δικαίωμα αυτό στερούνταν όσοι χρησιμοποιούσαν την εργασία άλλων για να κερδίζουν ή ζούσαν με εισοδήματα που δεν τα κέρδιζαν με την προσωπική τους δουλειά. Ήταν έκφραση της σοσιαλιστικής αρχής του αρ.18 ότι «αυτός ο οποίος δεν εργάζεται δεν πρόκειται να έχει δικαιώματα διατροφής». Κατοχυρώθηκε η ελευθερία της έκφρασης και η διάδοση των ιδεών δια του Τύπου. Για να διασφαλιστεί μάλιστα το δικαίωμα αυτό, προβλεπόταν η υποχρέωση του κράτους να χορηγεί, χωρίς πληρωμή όλη την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή σε ενώσεις εργατών και αγροτών για την έκδοση εφημερίδων καθώς και υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει την κυκλοφορία τους σε ολόκληρη τη χώρα (αρ.14). Κατοχυρώθηκε το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι με την παροχή από το κράτος κάθε διευκόλυνσης για την ακώλυτη άσκησή τους. Τα πολιτικά δικαιώματα αναγνωρίζονταν σε όλους τους πολίτες ανεξάρτητα από τη φυλή και την εθνικότητα.
Το 1924 υιοθετήθηκε το 2ο Σύνταγμα. Η βασική εξέλιξη που απαιτούσε τη σύνταξη νέου Συντάγματος ήταν η μετάβαση από τη Ρωσική Σοβιετική Δημοκρατία στην Ένωση των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Ακολουθώντας τις βασικές μπολσεβίκικες αρχές για το εθνικό ζήτημα, με την αναγνώριση του δικαιώματος στους λαούς για αυτοδιάθεση, την αναγνώριση της ρωσικής αυτοκρατορίας σαν φυλακή των εθνών κλπ. το σοβιετικό κράτος δεν επιχείρησε μια ενσωμάτωση των παλιών επαρχιών της αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, τοπικά μπολσεβίκικα κόμματα με τη βοήθεια σε κάποιες περιπτώσεις του Κόκκινου Στρατού, εγκαθίδρυσαν την επαναστατική εξουσία σε αυτές τις περιοχές καθιστώντας τες Σοβιετικές Δημοκρατίες. Το Δεκέμβριο του 1922 ολοκληρώθηκε η Ένωση και η συγκρότηση της ΕΣΣΔ. Στις Σοβιετικές Δημοκρατίες αναγνωριζόταν το δικαίωμα της απόσχισης από την Ένωση. Κάθε Δημοκρατία ήταν δημοκρατικά συγκροτημένη στο εσωτερικό της, είχε δηλαδή εκλεγμένα Σοβιέτ, ΚΕΕ κλπ. Το Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ μετεξελίχθηκε σε Συνέδριο των Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, στο οποίο συμμετείχαν αντιπρόσωποι όλων των Ενωσιακών και Αυτόνομων Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ. Στο πλαίσιο της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής που εκλεγόταν από αυτό, διαμορφώθηκαν δυο όργανα: το Συμβούλιο της Ένωσης και το Συμβούλιο των Εθνοτήτων. Το πρώτο αντιπροσώπευε τα συμφέροντα του σοβιετικού λαού ανεξαρτήτως εθνότητας και το δεύτερο αντιπροσώπευε τα συμφέροντα των διαφόρων εθνοτήτων, ακριβώς για να μην προκύπτουν από την εσωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ προβλήματα εθνικά, καταπίεσης κλπ. Συνολικά οι αποφασιστικές αρμοδιότητες ήταν σαφώς κατανεμημένες υπέρ της ΚΕΕ της ΕΣΣΔ έναντι των επιμέρους Δημοκρατιών, για να διασφαλίζεται η ενιαία λειτουργία και κατεύθυνση της ΕΣΣΔ. Έτσι οι Δημοκρατίες μπορούσαν να υποβάλλουν διαμαρτυρίες κατά νόμων, διαταγμάτων κλπ. αλλά δεν μπορούσαν να αρνηθούν ή να αναστείλουν την εφαρμογή τους.
Το 1936, επί Στάλιν, ψηφίστηκε από το 8ο Συνέδριο των Σοβιέτ της ΕΣΣΔ το 3ο Σύνταγμα. Αν και η σταλινική περίοδος αφορίζεται συνήθως ως περίοδος ολοκληρωτισμού, τρομοκρατίας κλπ, έχει σημασία ότι το σχέδιο Συντάγματος τυπώθηκε σε 60 εκ. αντίτυπα, διοργανώθηκαν περίπου 527.000 συγκεντρώσεις στις πόλεις και την ύπαιθρο για τη συζήτηση του, στις οποίες συμμετείχαν 36 εκ. πολίτες. Η Επιτροπή του Συντάγματος έλαβε 150.000 προτάσεις τροποποιήσεων.[1]
Το νέο Σύνταγμα, βασιζόμενο στην εκτίμηση ότι έχουν εξαλειφθεί οι ταξικές αντιθέσεις στην ΕΣΣΔ (μια λανθασμένη εκτίμηση που θα την αναγνωρίσει και ο ίδιος ο Στάλιν αργότερα στα «Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ») καθιέρωσε τα εξής: δικαίωμα ψήφου είχαν όλοι οι πολίτες από 18 χρονών χωρίς πλέον ταξικές διακρίσεις, ακόμη και πρώην λευκοφρουροί κλπ. Η εκλογή όλων των οργάνων της κρατικής εξουσίας έγινε άμεση, από τα τοπικά Σοβιέτ μέχρι τα Ανώτατα Σοβιέτ των Ενωσιακών Δημοκρατιών και τελικά το ίδιο το Συνέδριο των Σοβιέτ της ΕΣΣΔ. Για το Συμβούλιο της Ένωσης προβλέφθηκε ενιαίο εκλογικό μέτρο με έναν αντιπρόσωπο ανά 300.000 εκλογείς, ενώ το Συμβούλιο της Ένωσης και το Συμβούλιο των Εθνοτήτων απέκτησαν ίσο αριθμό μελών.
Στις εκλογές που διεξήχθησαν στις 12 Δεκεμβρίου 1937, με βάση το νέο σύστημα εκλογής, ψήφισαν 91 εκ. δηλαδή πάνω από το 96% των εκλογέων.
Για το πολιτικό σύστημα και τον μονοκομματισμό
Άμεσα συνδεδεμένο με το ζήτημα του κράτους είναι το ζήτημα του πολιτικού συστήματος και γιατί επιβλήθηκε η ύπαρξη μόνο του ΚΚ(μπ) στην μετεπαναστατική κοινωνία. Οι μπολσεβίκοι δεν είχαν τοποθέτηση αρχής πάνω στο θέμα του πολυκομματισμού ή μονοκομματισμού. Η τοποθέτηση τους ήταν ότι στη δικτατορία του προλεταριάτου, παίρνονται μέτρα καταπίεσης εναντίον της αστικής τάξης και της προσπάθειάς της να ανατρέψει την εργατική εξουσία.
Αυτό οδηγούσε στη βασική διάκριση ότι εναντίον των κομμάτων της αστικής τάξης μπορούσαν να παρθούν μέτρα απαγόρευσης, καταστολής κλπ. ενώ απέναντι στα υπόλοιπα σοσιαλιστικά κόμματα (εσέροι, μενσεβίκοι) χωρούσε ιδεολογική πάλη και όχι καταστολή. Ακόμη όμως και με το βασικό αστικό κόμμα, τους Καντέ, η αντιμετώπισή τους ήταν στην αρχή ήπια. Το κόμμα των Καντέ δεν απαγορεύτηκε αμέσως, παρά στα τέλη του Νοεμβρίου του 1917 όταν υποστήριξε ανοιχτά τις προετοιμασίες της αντεπαναστατικής εξέγερσης του στρατηγού Καλέντιν. Οι Καντέ θα επανεμφανιστούν επίσημα το καλοκαίρι του 1921 όταν συγκροτείται πανρωσική επιτροπή για βοήθεια στους πεινασμένους. Η σοβιετική κυβέρνηση θα τοποθετήσει επιφανείς Καντέ ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής. Όταν όμως τα μέλη αυτά θα επιχειρήσουν να έρθουν σε συνεννόηση με ξένες κυβερνήσεις και να συγκροτηθούν σε «αντί-κυβέρνηση», η επιτροπή θα διαλυθεί με διάταγμα τον Αύγουστο του 1921, τα αστικά μέλη της θα συλληφθούν και οι Καντέ θα εξαφανιστούν από την πολιτική σκηνή.
Πολύ πιο περίπλοκη ήταν η κατάσταση με τα σοσιαλιστικά κόμματα. Οι εσέροι και οι μενσεβίκοι αποχώρησαν από το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ στις 25 Οκτωβρίου 1917 όταν αυτό ανέλαβε την εξουσία, παρά το κάλεσμα των μπολσεβίκων να παραμείνουν και να συμμετέχουν στη συγκρότηση της ΠΚΕΕ. Οι εσέροι είναι το πιο άμεσα και ανοιχτά εχθρικό προς τη σοβιετική εξουσία κόμμα. Αποφασίζουν να αναλάβουν ένοπλη δράση και μετά το Δεκέμβριο του 1917 και τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης, καταφεύγουν σε πράξεις ατομικής τρομοκρατίας, δολοφονίες κλπ. Υποστηρίζουν μια σειρά από αντιμπολσεβίκικες τοπικές κυβερνήσεις στη διάρκεια του εμφυλίου. Παρόλα αυτά το κόμμα των εσέρων δεν διαλύθηκε αρχικά από τη σοβιετική κυβέρνηση. Μέχρι την έναρξη του εμφυλίου συμμετέχουν κανονικά στις εργασίες των Σοβιέτ ενώ και όταν διώκονται λόγω της συνεργασίας τους με την αντεπανάσταση, οι δραστηριότητες τους είναι λίγο-πολύ ανεκτές, οι εφημερίδες τους κυκλοφορούν, σταδιακά όμως υπόκεινται σε λογοκρισία. Όταν το Φεβρουάριο του 1919, οι εσέροι της Πετρούπολης καταγγέλλουν την αντεπανάσταση και την ξένη επέμβαση γίνονται εκ νέου δεκτοί στα σοβιετικά όργανα.
Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση των μενσεβίκων. Με την εγκατάλειψη της αντεπαναστατικής δράσης στο τέλος του Οκτώβρη του 1918, θα γίνουν δεκτοί στα Σοβιέτ και τα όργανά τους. Θα συμμετέχουν όπως και οι εσέροι, κατά βάση ως προσκεκλημένοι χωρίς ψήφο σε Συνέδρια των Σοβιέτ με τελευταίο το 8ο. Αναπτύσσοντας εκ νέου αντεπαναστατική δράση μετά το 1920-21, και ιδιαίτερα με επίκεντρο την εξέγερση της Κροστάνδης οι μενσεβίκοι στις πόλεις και οι εσέροι στην ύπαιθρο, θα αντιμετωπιστούν με σκληρότερα μέτρα. Παρότι δεν καταλύεται η νόμιμη ύπαρξή τους ως κομμάτων, οι εντεινόμενοι περιορισμοί, οι συλλήψεις ηγετών τους οδηγούν σε συρρίκνωση της δράσης τους, ενώ μεγάλο μέρος των μελών τους προσχωρούν στο μπολσεβίκικο κόμμα.
Η πιο ιδιαίτερη περίπτωση ήταν αυτή των αριστερών εσέρων. Η επίσημη διάσπαση των εσέρων έγινε στο 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Το κόμμα των αριστερών εσέρων αρνήθηκε αρχικά τη συμμετοχή στο ΣΛΕ αλλά συμμετείχε κανονικά στη συγκρότηση της ΠΚΕΕ. Στη συνέχεια οι αριστεροι εσέροι θα συμμετέχουν στην κυβέρνηση αλλά θα αποχωρήσουν από αυτή το Μάρτιο του 1918 διαφωνώντας με τη συνθήκη του Μπρέστ-Λιτόφσκ. Σε συνδυασμό με τις διαφωνίες τους στο αγροτικό ζήτημα, περνάνε σταδιακά σε τρομοκρατική δράση. Τον Ιούνιο του 1918 αριστεροί εσέροι δολοφονούν τον μπολσεβίκο ηγέτη Βολοντάρσκι. Παρόλα αυτά θα συμμετέχουν κανονικά στο 5ο Συνέδριο των Σοβιέτ, που συγκαλείται στις 4 Ιουλίου. Η ηγέτιδά τους Μαρία Σπιριντόνοβα δηλώνει φανατική αντίπαλος των μπολσεβίκων. Την επομένη αριστεροί εσέροι δολοφονούν τον Γερμανό πρέσβη στη Μόσχα για να αναζωπυρώσουν τον πόλεμο και ξεσπά εξέγερση των αριστερών εσέρων που καταστέλλεται. Το Συνέδριο των Σοβιέτ αποβάλλει τους αριστερούς εσέρους και τους θέτει εκτός νόμου. Στις 30 Αυγούστου γίνεται απόπειρα δολοφονίας του Λένιν και δολοφονείται ο Ουρίτσκι, στέλεχος της ΚΕ του κόμματος των μπολσεβίκων.
Υπό το βάρος αυτών των πρακτικών από τα άλλα σοσιαλιστικά κόμματα δρομολογήθηκε η ύπαρξη μόνο του ΚΚ(μπ). Μια περαιτέρω επισήμανση: δεδομένου ότι ο Λένιν δικαιολογούσε την ύπαρξη αυτών των κομμάτων ως «αναπόφευκτο καρπό των μικροαστικών οικονομικών σχέσεων»[2] και άρα των αντίστοιχων κοινωνικών μερίδων, η εξαφάνισή τους περιέπλεξε το ζήτημα της ιδεολογικής και ταξικής πάλης καθώς πλέον αυτή θα διεξαγόταν μέσα από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η περίφημη περίοδος της δεκαετίας ’30, με τις εκκαθαρίσεις στο κόμμα και στο κράτος, μπορεί να δεχτεί κριτική και αντιπαράθεση για πρακτικές που ξέφυγαν και για ένα ορισμένο «σύστημα» που λειτουργούσε έξω από την κοινωνία. Δεν έχει σχέση όμως με το μαρξισμό και με τη στοιχειώδη κριτική σκέψη, η αντίληψη ότι οι εκκαθαρίσεις ήταν αποτέλεσμα της μανίας και της ψυχοσύνθεσης ενός ανθρώπου (του Στάλιν) και όχι ένα πολιτικό αποτέλεσμα της ταξικής πάλης και των τεράστιων μετασχηματισμών που έγιναν σε κοινωνικές τάξεις και σε διάφορα στρώματα από τη μεγάλη στροφή του 1928-1929 (εκβιομηχάνιση-κολεκτιβοποίηση), αλλά και μπροστά τον επερχόμενο πόλεμο.
Για το ζήτημα της συμμετοχής των μαζών
Υπήρχε και πόσο πραγματική ήταν η συμμετοχή των μαζών στην πολιτική και κοινωνική ζωή συνολικά; Κάποιοι δείκτες σε σχέση με αυτό:
Α) Δεν ήταν όλοι οι σοβιετικοί πολίτες μέλη του ΚΚ(μπ). Το Κόμμα προωθούσε τη μαζικοποίησή του μέσα από πολιτικές εκστρατείες για την είσοδο μελών που ονομάζονταν «στρατολογίες». Ενδεικτικά, για να συλλάβουμε το μέγεθος της ποσοτικής μεταβολής το Γενάρη του 1923 το μπολσεβίκικο κόμμα αριθμεί 499.000 μέλη ενώ το Γενάρη του 1930, 1.680.000 μέλη. Ταυτόχρονα στο Κόμμα δεν αρκούνται στο γεγονός της μαζικοποίησης. Κυριαρχεί η σκέψη και η προσπάθεια να ενισχυθεί η εργατική βάση, να αυξηθούν τα μέλη του Κόμματος πραγματικά εργατικής προέλευσης για να διασφαλιστεί ο προλεταριακός χαρακτήρας του Κόμματος.
Β) Στα συνδικάτα, τις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, αυξάνεται η συμμετοχή. Το 1928 τα μέλη τους ξεπερνούν τα 11 εκ. Παράλληλα, υποχωρεί μια πιο «κλασσική» συνδικαλιστική λειτουργία για διεκδίκηση μισθών κλπ. καθώς η πλειοψηφία των εργατών εμπνέεται από το πλάνο της ταχύρρυθμης εκβιομηχάνισης και συμμετέχει ενεργά και ουσιαστικά.
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τη λειτουργία των Σοβιέτ και τη συμμετοχή σε αυτά συνθέτουν μια εικόνα, που μάλλον απέχει αρκετά από αυτή που παρουσιάζεται ως ενός σκοτεινού καθεστώτος, μιας απέραντης φυλακής. Είναι σαφές ότι υπήρξε προσπάθεια να περαστούν εξουσίες προς την εργατική τάξη και να ασκηθούν από αυτή.
Χρειάζονται ωστόσο κριτικές επισημάνσεις, ακριβώς επειδή τίποτα από τα παραπάνω δεν διαμορφώθηκε σε «πρότυπες συνθήκες» αλλά μέσα σε ένα δύσκολο περιβάλλον που έθετε διαρκώς ζητήματα και καθήκοντα στη σοβιετική εξουσία και οδήγησε σε υποχωρήσεις στο πεδίο του κράτους, της δημοκρατίας, της συμμετοχής των μαζών. Σταχυολογώντας τις σημαντικότερες από αυτές: στο δίπολο συγκεντρωτισμός- δημοκρατία υπήρχε πριμοδότηση του πρώτου. Αυτό εκφραζόταν σε διάφορα επίπεδα, τόσο μεταξύ των ανώτερων Σοβιέτ και των τοπικών με τις αποφασιστικές αρμοδιότητες να μένουν κατά βάση στα ανώτερα, όσο και μεταξύ Κόμματος και σοβιετικού κράτους, με το ΣΛΕ κυρίως να λειτουργεί με βάση τις κατευθύνσεις και τις αποφάσεις της Κ.Ε του ΚΚ(μπ) παρά με όρους πραγματικής υπαγωγής του στην ΠΚΕΕ. Επικράτησαν πρακτικές διορισμού για θέσεις όπου προβλεπόταν εκλογή. Η πρόβλεψη για δυνατότητα ανάκλησης των εκλεγμένων αντιπροσώπων σε μεγάλο βαθμό ατόνησε και σε συνδυασμό με την μη παροχή της δυνατότητας στους πολίτες να προτείνουν οι ίδιοι υποψηφίους (η δυνατότητα αυτή περιορίστηκε στις μαζικές οργανώσεις- το Κόμμα, τα συνδικάτα, οργανώσεις νεολαίας κλπ) ενισχύθηκαν τα στοιχεία τυπικότητας στις διαδικασίες εκλογής και υποχώρησε η ουσιαστική συμμετοχή και ο λαϊκός έλεγχος.
Leave A Comment