Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Ζ. Ελενστάιν «Η ιστορία της ΕΣΣΔ» (σελ 177-180) και δίνει μια εικόνα για την κατάσταση που βρίσκεται η Ρωσία μετά από 8 χρόνια πόλεμο, ιμπεριαλιστική επέμβαση από 11 χώρες, εμφύλιο. Για άλλη μια φορά η πραγματική ζωή θέτει συγκεκριμένα ερωτήματα και καθήκοντα – και μάλιστα επείγοντα – που δεν έχουν απαντήσει από πριν οι θεωρητικοί του Μαρξισμού. Σε αυτές τις συνθήκες γεννιέται η ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική). Το 10ο Συνέδριο του Μπολσεβίκικου Κόμματος ήταν εκείνο που αποφάσισε επίσημα την εφαρμογή της ΝΕΠ και την κατάργηση του «πολεμικού κομμουνισμού».

«Οι βασικές μας παραγωγικές δυνάμεις βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση φτώχειας, ερείπωσης, εξόντωσης και εξάντλησης, ώστε τα πάντα αυτή τη στιγμή πρέπει να υπαχθούν σε μια θεμελιώδη αναγκαιότητα: με κάθε τρόπο να αυξήσομε την ποσότητα των προϊόντων μας».

Έτσι καθόρισε o Λένιν αυτή την πολιτική στο 10ο Συνέδριο.

Σκοπός της ΝΕΠ είναι να δώσει μια καινούργια ώθηση στην οικονομία. Ταυτόχρονα αποτελεί ένα βήμα πίσω και θέλει να καταπολεμήσει τις εδραιωμένες ουτοπικές αντιλήψεις.

«Η ζωή μας έκανε να δούμε το λάθος μας. Είναι αναγκαίο να περάσουμε πρώτα από μια σειρά μεταβατικές βαθμίδες: τον κρατικό καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, για να προετοιμάσουμε με μια μακρόχρονη εργασία το πέρασμα στον κομμουνισμό».

Αυτά τα λόγια τα έγραψε ο Λένιν στο άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην «Πράβντα» επ’ ευκαιρία της 4ης επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Σε σχέση με το προπολεμικό (1913) επίπεδο, το 1920 η βιομηχανική παραγωγή είναι τρεισήμισι φορές μικρότερη. Για ορισμένα βασικά προϊόντα είναι σχεδόν ανύπαρκτη: σε σιδηρομετάλλευμα η παραγωγή αντιπροσωπεύει τα 2,25% της προπολεμικής, για το χυτοσίδηρο 2,5%, στον ηλεκτρισμό 15%, στο κάρβουνο 23% και στα βαμβακερά 25%. Ο όγκος των εμπορευμάτων που μετέφεραν οι σιδηρόδρομοι μειώθηκε σε ανάλογα ποσοστά. Όσο για τα αγροτικά προϊόντα η μείωση της παραγωγής ήταν εξαιρετικά αισθητή. Το μισό της καλλιεργήσιμης γης έμενε χέρσο. Η μείωση της αγροτικής παραγωγής ήταν τέτοια που άφηνε τη χώρα στο έλεος της παραμικρής καιρικής αναποδιάς. Οποιαδήποτε στιγμή η σιτοδεία μπορούσε να μετατραπεί σε λιμό.

Ο παρακάτω πίνακας θα μας επιτρέψει να σχηματίσουμε μια ακριβή εικόνα της κατάστασης.

Η μείωση είναι ακόμα πιο αισθητή στις καλλιέργειες βιομηχανικών φυτών (βαμβάκι, λινάρι, καννάβι, ζαχαρότευτλα).

Οι ανθρώπινες συνέπειες αυτής της κατάστασης είναι δραματικές. Η εξαθλίωση είναι γενική σ’ όλες τις περιοχές της χώρας. Η Ρωσία πού ήταν ήδη χώρα φτωχή, βρέθηκε δεκάδες χρόνια πίσω. Παντού υπάρχει έλλειψη τροφίμων. Το χειμώνα του 1921-1922 η κρίση φτάνει στο αποκορύφωμα της, 25 εκατομμύρια άτομα υποφέρουν από την πείνα. Η πρωτοφανής ξηρασία πού ενέσκηψε το καλοκαίρι του 1921, είχε επιδεινώσει την κατάσταση στο έπακρο.

Μπορούμε να σχηματίσουμε μια ιδέα για το τι γινότανε στη Ρωσία το 1921, από τις αφηγήσεις των συγχρόνων και από τις μαρτυρίες πού άφησαν τα μέλη των ξένων αποστολών βοήθειας, αμερικάνικης και γερμανικής.

Για παράδειγμα, να μια εικόνα από την περιοχή Μπονζουλούκ, στην επαρχία της Σαμάρας, στο Βόλγα. Η Ruth Fry, μέλος της αποστολής της Society οf Friends (Εταιρία των Φίλων), περιγράφει τους θανάτους από την πείνα. Έξω από τα κοιμητήρια έβλεπε κανείς σωρούς από πτώματα, που επρόκειτο να τα παραχώσουν σε κοινούς τάφους. Τα παιδικά άσυλα ήταν σε τέτοιο σημείο γεμάτα, που δεν υπήρχε χώρος να πλαγιάσουν τα παιδιά. Εκτός από την τροφή υπήρχε και έλλειψη σε ρουχισμό.

Ανάλογες διαπιστώσεις κάνει και η αποστολή του Γερμανικού Ερυθρού Σταυρού που πήγε στο Καζάν το Νοέμβρη του 1921. Το ίδιο και η  αποστολή του Ιταλικού Ερυθρού Σταυρού και της Ελβετικής επιτροπής για τη βοήθεια στα παιδιά στην επαρχία του Τσαρίτσιν (το μελλοντικό Στάλινγκραντ).

Η Ρωσία του 1922 ήταν ότι και το Μπαγκλαντές το 1972. Στις περιοχές που είχε ενσκήψει η πείνα, έτρωγαν βελανίδια, χόρτα και φλούδια δέντρων. Έτρωγαν κρέας από ψοφίμια και σε ορισμένες περιπτώσεις από ανθρώπινα πτώματα. Σημειώθηκαν και κρούσματα κανιβαλισμού. Εκατομμύρια ζητιάνοι πλημμύριζαν τους δρόμους καθώς και συμμορίες ληστών. Φτάνει να διαβάσει κανείς το έργο του Μακάρενκο «Παιδαγωγικό ποίημα», για να σχηματίσει μια ιδέα, ποια ήταν η πραγματική κατάσταση τότε στη Σοβιετική Ρωσία.

Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε με ακρίβεια το συνολικό αριθμό των θυμάτων από την πείνα: ανάμεσα σε 5 και 8 εκατομμύρια νεκροί, το πιθανότερο 7 εκατομμύρια. Αυτός ο αριθμός δεν χρειάζεται σχόλια.

Η εξαθλίωση και η πείνα προκάλεσαν βαριές επιδημίες τύφου και χολέρας πού είχαν μεγάλη εξάπλωση. Από το 1917 ως το 1922 σημειώθηκαν 22 εκατομμύρια κρούσματα τύφου, από τα όποια 2 εκατομμύρια θανατηφόρα.

Το 1920 ο απολογισμός για τις ανθρώπινες απώλειες είναι:

  • 2,5 εκατομμύρια νεκροί από τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
  • 1 εκατομμύριο νεκροί του εμφύλιου πολέμου.
  • 3 εκατομμύρια νεκροί από τις επιδημίες.

Στα στοιχεία αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την ελάττωση των γεννήσεων, συνεπεία του Πρώτου παγκόσμιου πολέμου και του εμφύλιου πολέμου, καθώς και τα 2 εκατομμύρια πού έφυγαν στο εξωτερικό. Η αφαίμαξη σε ανθρώπινο υλικό ήταν τεράστια.

Σύμφωνα με τους δημογραφικούς υπολογισμούς, ο σοβιετικός πληθυσμός (στα εδαφικά όρια του 1945) από 164.800.000 κατοίκους έπεσε στα 152.300.000 κατοίκους το 1923. Σημείωσε δηλαδή απόλυτη μείωση κατά 12.500.000 άτομα.

Το 1914 ο αριθμός των γεννήσεων ήταν 7.050.000 και των Θανάτων 4.180.000. Μεταξύ 1914 και 1922 ο αριθμός των γεννήσεων πέφτει κάτω από τα 6 εκατομμύρια και μάλιστα κάτω από τα 5 εκατομμύρια και το ποσοστό γεννήσεων μειώνεται από 45,4% το 1913 σε 28,8% το 1917.

Ανάμεσα στο 1900 και 1914 η αύξηση του πληθυσμού κατά μέσο όρο ήταν 2 εκατομμύρια άτομα το χρόνο. Συνεπώς από το 1915 ως το 1922, δηλαδή σε 8 χρόνια, έπρεπε να είχε αυξηθεί κατά 16 εκατομμύρια άτομα. Αλλά, όπως είδαμε, αντίθετα ελαττώθηκε κατά 12,5 εκατομμύρια. Έχουμε δηλαδή 28,5 εκατομμύρια λιγότερα, από ότι θα ήταν ο σοβιετικός πληθυσμός, αν δεν υπήρχαν oι πόλεμοι.

Αν προσθέσουμε στα παραπάνω και τις απώλειες της Σοβιετικής Ένωσης στο διάστημα του Δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, περίπου 20 εκατομμύρια νεκροί, τότε για μια περίοδο τριάντα χρόνων φτάνουμε τον τρομαχτικό αριθμό των 35 εκατομμυρίων νεκρών, χωρίς να υπολογίσουμε το έλλειμα από την ελάττωση των γεννήσεων καθώς και τα θύματα της σταλινικής τρομοκρατίας.

Ύστερα από αυτά μπορούμε να κατανοήσουμε βαθύτερα τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η ανάπτυξη αυτής της χώρας και τα προβλήματα που είχε να επιλύσει. Παρά την απότομη βιομηχανική ανάπτυξη που σημείωσε από το τέλος του 19ου αιώνα, η Ρωσία το 1914 παρέμενε, όπως είδαμε, χώρα φτωχή, καθυστερημένη που έμοιαζε από πολλές απόψεις με τις σημερινές χώρες του τρίτου κόσμου. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι πόλεμοι, ο Παγκόσμιος και ο εμφύλιος έκαναν τη χώρα να βρεθεί αιώνες πίσω. Το βράδι της τελευταίας μάχης του εμφυλίου πολέμου, οι νικητές κομμουνιστές κληρονόμησαν μια Ρωσία όπως εκείνη του μεσαίωνα, με τις πεδιάδες της ρημαγμένες από τις ορδές των Μογγόλων, τα εργοστάσια κατεστραμμένα, τις συγκοινωνίες σταματημένες, ένα λαό αναλφάβητο, μια χώρα αποδεκατισμένη από την πείνα και τις ασθένειες.