Το παρακάτω άρθρο του Λένιν γράφεται λίγες μέρες μετά τη μεγάλη διαδήλωση της 18ης Ιούνη που είναι όμως και η ημερομηνία επανέναρξης της πολεμικής δραστηριότητας του ρωσικού στρατού. Μετά από τρίμηνες αμφιταλαντεύσεις οι εσέροι και οι μενσεβίκοι προσχωρούν ενεργητικά στην πολιτική των καπιταλιστών της Ρωσίας που είναι η συνέχιση του πολέμου στο πλευρό της Αγγλίας και της Γαλλίας αδιαφορώντας για το μακελειό που υφίστανται οι στρατιώτες και την πείνα στην οποία καταδικάζεται ο λαός. Το ιδιαίτερο στοιχείο του συγκεκριμένου άρθρου είναι η ευθεία και ανοικτή πλέον επίθεση των μπολσεβίκων προς τα κόμματα των εσέρων και των μενσεβίκων που δεν είναι απλά οι «ενδιάμεσοι» ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη, αλλά τα όργανα της υποταγής των μαζών στην αστική αντεπανάσταση. Ο Λένιν καταλήγει ότι η ιδιομορφία της υποταγής των λαϊκών μαζών είναι ότι αυτή δεν προκλήθηκε από τη βία, αλλά από την εμπιστοσύνη του λαού προς τους εσέρους και τους μενσεβίκους.

Πού οδήγησαν την επανάσταση οι εσέροι και οι μενσεβίκοι; Την οδήγησαν στην υποταγή στους ιμπεριαλιστές.

Επίθεση σημαίνει επανάληψη του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Τίποτε το ουσιαστικό δεν άλλαξε στις αμοιβαίες σχέσεις των δυο γιγάντιων συμμαχιών των καπιταλιστών που πολεμούν μεταξύ τους. «Η Ρωσία και ύστερα από την επανάσταση της 27 του Φλεβάρη παρέμεινε στην απόλυτη κυριαρχία των καπιταλιστών, που συνδέονται με συμμαχία και τα παλιά, τσαρικά, μυστικά σύμφωνα με το Άγγλο γαλλικό ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο. Και η οικονομία και η πολιτική του συνεχιζόμενου πολέμου είναι οι ίδιες που ήταν και πριν το ίδιο ιμπεριαλιστικό τραπεζικό κεφάλαιο βασιλεύει στην οικονομική ζωή· τα ίδια μυστικά σύμφωνα, η ίδια εξωτερική πολιτική συμμαχιών μιας ομάδας ιμπεριαλιστών ενάντια σε μια άλλη ομάδα ιμπεριαλιστών.

Οι φράσεις των μενσεβίκων και των εσέρων παρέμειναν και εξακολουθούν να παραμένουν φράσεις, που στην πράξη απλώς εξωραΐζουν κατά τρόπο γλυκερό την επανάληψη του ιμπεριαλιστικού πολέμου, η οποία, όπως είναι πολύ φυσικό, γίνεται δεκτή με ενθουσιώδεις κραυγές επιδοκιμασίας από όλους τους αντεπαναστάτες, όλη την αστική τάξη και τον Πλεχάνοφ, που «σαν σκυλάκι τρέχει πίσω από τον αστικό τύπο», σύμφωνα με την έκφραση τής «Ραμπατσαγια Γκαζέτα» των μενσεβίκων, που και η ίδια τρέχει σαν σκυλάκι πίσω από όλο το συρφετό των σοσιαλσωβινιστών.

Μόνο που δεν πρέπει να ξεχνιούνται τα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προκείμενης, της σημερινής επανάληψης του ιμπεριαλιστικού πολέμου. «Ο πόλεμος ξανάρχισε ύστερα από τρίμηνες ταλαντεύσεις, όταν οι εργατικές και οι αγροτικές μάζες αποδοκίμασαν χιλιάδες φορές τον κατακτητικό πόλεμο (συνεχίζοντας ταυτόχρονα να υποστηρίζουν στην πράξη την κυβέρνηση της κατακτητικής ληστρικής αστικής τάξης τής Ρωσίας). Οι μάζες ταλαντεύονταν, λες και ετοιμάζονταν να ακολουθήσουν στη χώρα τους τη συμβουλή που είχε δώσει στους άλλους λαούς η έκκληση προς τους λαούς όλου του κόσμου της 14 του Μάρτη: «αρνηθείτε να γίνετε όργανο αρπαγής και βίας στα χέρια των τραπεζιτών». Στη χώρα μας, όμως, στην «επαναστατικό δημοκρατική» Ρωσία, οι μάζες παρέμειναν στην πράξη όργανο ακριβώς αρπαγής και βίας «στα χέρια των τραπεζιτών».

Η ιδιομορφία αυτής της κατάστασης βρίσκεται στο γεγονός ότι την δημιούργησαν τα κόμματα των εσέρων και των μενσεβίκων σε συνθήκες μιας σχετικά πολύ μεγάλης ελευθερίας οργάνωσης των μαζών. Αυτά ακριβώς τα κόμματα έχουν κατακτήσει αυτή τη στιγμή την πλειοψηφία: το Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ και το Πανρωσικό αγροτικό Σοβιέτ το απόδειξαν αυτό αναμφισβήτητα.

Αυτά ακριβώς τα κόμματα είναι τώρα υπεύθυνα για την πολιτική της Ρωσίας.

Αυτά ακριβώς τα κόμματα είναι υπεύθυνα πού ξανάρχισε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, υπεύθυνα για τις καινούργιες εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, που στην ουσία προσφέρονται για τη «νίκη» ορισμένων καπιταλιστών εναντίον άλλων καπιταλιστών, για μια καινούργια ένταση της οικονομικής αποσύνθεσης, που απορρέει αναπόφευκτα από την επίθεση.

Είχαμε μπροστά μας στην πιο καθαρή της μορφή την αυταπάτη των μικροαστικών μαζών και την εξαπάτησή τους από την αστική τάξη, με τη βοήθεια των εσέρων και των μενσεβίκων. Στα λόγια και τα δύο αυτά κόμματα εκπροσωπούν την «επαναστατική δημοκρατία». Στην πράξη αυτά, ακριβώς αυτά, εμπιστεύθηκαν την τύχη του λαού στην αντεπαναστατική αστική τάξη, στους καντέτους, ακριβώς αυτά εγκατέλειψαν την επανάσταση και πήραν το δρόμο της συνέχισης του ιμπεριαλιστικού πολέμου, εγκατέλειψαν τη δημοκρατία και πήραν το δρόμο των «παραχωρήσεων» προς τους καντέτους και στο ζήτημα της εξουσίας (πάρτε έστω την «επικύρωση» από τα πάνω των οργάνων εξουσίας που εκλέγονται από τον τοπικό πληθυσμό), και το ζήτημα της γης (εγκατάλειψη από τους εσέρους και τους μενσεβίκους του ίδιου του Προγράμματός τους: υποστήριξη της επαναστατικής δράσης των αγροτών, φτάνοντας  στη δήμευση της γης των τσιφλικάδων), και στο εθνικό ζήτημα (υπεράσπιση του Καντέτικου αντιδημοκρατισμού απέναντι στη Φιλανδία και την Ουκρανία).

Οι μικροαστικές μάζες δεν μπορούν να μην ταλαντεύονται ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Αυτό έγινε σε όλες τις χώρες, ιδιαίτερα το 1789-1871. Αυτό γίνεται και στη Ρωσία. Οι Μενσεβίκοι καί οι Εσέροι υπόταξαν τις μάζες στην πολιτική των αστών αντεπαναστατών.

Εδώ βρίσκεται η ουσία της κατάστασης. Εδώ βρίσκεται η σημασία της επίθεσης. Εδώ βρίσκεται η ιδιομορφία: όχι η βία, αλλά η εμπιστοσύνη προς τους εσέρους και μενσεβίκους έκανε το λαό να ξεστρατίσει.

Για πολύ τάχα;

Όχι για πολύ. Οι μάζες θα διδαχτούν από την ίδια τους την πείρα. Η θλιβερή πείρα από το νέο (που άρχισε τώρα) στάδιο του πολέμου, από το νέο οικονομικό ξεχαρβάλωμα που το επιδεινώνει η επίθεση, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην πολιτική χρεοκοπία των κομμάτων των εσέρων και των μενσεβίκων. Το καθήκον του προλεταριακού κόμματος είναι κατά πρώτο λόγο να βοηθήσει τις μάζες να κάνουν κτήμα τους και να εκτιμήσουν σωστά την πείρα αυτή, να προετοιμαστούν καλά για τη μεγάλη αυτή χρεοκοπία, που θα δείξει στις μάζες τον πραγματικό ηγέτη τους – το οργανωμένο προλεταριάτο της πόλης.