Ο Κερένσκι, Υπουργός Στρατιωτικών της Προσωρινής Κυβέρνησης σχεδίασε και διέταξε την επίθεση στο νοτιοδυτικό μέτωπο, προσπαθώντας να ανταποκριθεί στα πιεστικά αιτήματα τη Αγγλίας και της Γαλλίας για συνέχιση του πολέμου. Σε πλήρη αντίθεση με τα αισθήματα των ρώσικων λαϊκών μαζών και της απαίτησης της Φεβρουαριανής Επανάστασης για ειρήνη, ο Κερένσκι και η εσερο-μενσεβίκικη πλειοψηφία του Σοβιέτ πέρασαν ανοικτά με το μέρος της φιλοπόλεμης αστικής τάξης.

Αν και τις πρώτες δέκα μέρες η επίθεση είχε επιτυχία, το μέτωπο του ρωσικού στρατού κατέρρευσε, καθώς ούτε κατάλληλη προετοιμασία υπήρχε, ούτε οι στρατιώτες καταλάβαιναν το λόγο της επίθεσης. Ο απολογισμός για το ρωσικό στρατό ήταν γύρω στους 60.000 νεκρούς μετά την ολοκλήρωση του πρώτου κύματος της γερμανικής αντεπίθεσης. Η αποτυχία της επίθεσης του ρωσικού στρατού ήταν αποτυχία της Προσωρινής Κυβέρνησης καθώς και του «επαναστατικού αμυνιτισμού» που υποστηρίχτηκε από τους εσέρους και τους μενσεβίκους στα Σοβιέτ. Η επιρροή των μπολσεβίκων εκτινάχτηκε καθώς φάνηκε ότι είχαν ολοκληρωτικό δίκιο όταν υποστήριζαν ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση είναι ολοκληρωτικά με το μέρος της αστικής τάξης και η παρουσία σε αυτή των εσέρων και των μενσεβίκων είναι αποκλειστικά προς όφελός των καπιταλιστών. Η κατάρρευση του μετώπου προκάλεσε νέα κρίση που οδήγησε στην εξέγερση του Ιούλη.

Πλέον οι στρατιώτες περνούν μαζικά με το μέρος των μπολσεβίκων. Απαιτούν από τους μπολσεβίκους να ανατρέψουν την κυβέρνηση, όμως οι μπολσεβίκοι απαντάνε ότι χρειάζονται την υποστήριξη της πλειοψηφίας των Σοβιέτ και δουλεύουν για την κατάκτηση αυτής της πλειοψηφίας. Ολόκληρα τάγματα στο μέτωπο πλέον στασιάζουν και αρνούνται να εκτελέσουν διαταγές. Όλα δείχνουν ότι ο πολιτικός συσχετισμός αλλάζει ραγδαία.