Η μπροσούρα “Γράμματα για την ταχτική – Γράμμα Ι” αποτέλεσε το βασικό κείμενο του Λένιν που ερμήνευε αναλυτικά τις θέσεις του Απρίλη. Γράφτηκε ανάμεσα στις 8-13 Απρίλη του 1917, εκδόθηκε στις 27 Απρίλη και ήταν βασικό υλικό προς την VII Συνδιάσκεψη των μπολσεβίκων, συντελώντας στην αποδοχή των θέσεων του Απρίλη από το κόμμα. Στη συγκεκριμένη μπροσούρα ο Λένιν επαναλαμβάνει ότι η Φεβρουαριανή Επανάσταση δεν ήταν παρά το πρώτο βήμα και οι εργάτες δεν μπορούν παρά να προετοιμάσουν τη νίκη τους στο δεύτερο στάδιο της επανάστασης. Δηλώνει ρητά ότι “η αστικοδημοκρατική επανάσταση τελείωσε” καθώς η εξουσία άλλαξε χέρια και βρίσκεται στα χέρια της αστικής τάξης, άσχετα με το αν οι αστικοδημοκρατικές αλλαγές δεν έχουν ολοκληρωθεί, ίσως δεν έχουν καν ξεκινήσει. Με τη δήλωση αυτή δημιουργεί την τομή με το προηγούμενο σχήμα των μπολσεβίκων, ότι χρειάζεται να υπάρξει ένα ενδιάμεσο βήμα, “η επαναστατική – δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς”.

Ο Λένιν θεωρεί ότι αυτή η δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς υπάρχει ήδη και δεν είναι άλλη από τα Σοβιέτ. Αναγνωρίζει δηλαδή ότι το κρίσιμο στοιχείο στην εξέλιξη της επανάστασης δεν είναι η ποσότητα και το εύρος των μεταρρυθμίσεων αλλά η εξουσία και σε τίνος τα χέρια βρίσκεται. Από τη στιγμή που βρίσκεται στα χέρια της αστικής τάξης και επιπλέον, η ιδιόμορφη ρώσικη πραγματικότητα δίνει ζωή στην “επαναστατική δημοκρατία του προλεταριάτου και της αγροτιάς” με τη μορφή των Σοβιέτ, δεν χρειάζεται καμιά αναμονή από την αστική κυβέρνηση. Απαιτείται το πέρασμα της επανάστασης στη νέα της φάση.

Η αξία του κειμένου του Λένιν δεν αφορά μόνο την υπεράσπιση των θέσεων του Απρίλη. Αποτελεί ένα κήρυγμα ζωντάνιας της μαρξιστικής θεωρίας, που δεν αποτελεί δόγμα μα καθοδήγηση για δράση. Συνιστά μια υπεράσπιση του πλούτου του πραγματικού φαινομένου, κόντρα στα προειλημμένα θεωρητικά σχήματα που δεν μπορούν παρά να ξεπερνιούνται από την εξέλιξη της ζωής και της ταξικής πάλης. “Πρέπει κανείς να ξέρει να προσαρμόζει τα σχήματα στη ζωή”, λέει ο Λένιν και αυτό αποτελεί μια σημαντική παρακαταθήκη των μπολσεβίκων που μπόρεσε να τους οδηγήσει στην εφόρμηση του Οκτώβρη.

Ταυτόχρονα όμως, ο Λένιν στο κείμενο αυτό διαχωρίζεται και από τις ανυπομονησίες του “δίχως τσάρο και κυβέρνηση εργατική” (σύνθημα του Πάρβους του 1905 και βασική θέση της τροτσκιστικής “διαρκούς επανάστασης”). Ο ηγέτης των μπολσεβίκων επιμένει ότι δεν μπορεί να υπάρξει επανάσταση χωρίς την αγροτιά, και η αστικοδημοκρατική επανάσταση πρέπει να μετεξελιχθεί σε σοσιαλιστική επανάσταση με την ηγεμονία του προλεταριάτου στο παλλαϊκό κίνημα. Το σύνθημα “όλη η εξουσία στα Σοβιέτ” αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο αυτή τη μετεξέλιξη καθώς στα Σοβιέτ επικρατεί ακριβώς η αγροτιά, επικρατούν οι στρατιώτες και οι μικροαστοί.

Ο Λένιν καθορίζει και πάλι ως βασικό καθήκον της στιγμής όχι την πάλη για την εξουσία, αλλά την πάλη για την απόκτηση επιρροής μέσα στα Σοβιέτ, υπομονετικά, επίμονα, προσαρμοσμένα στις πρακτικές ανάγκες των μαζών. Το σύνθημά του δεν είναι “ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης” αλλά “Καμιά εμπιστοσύνη στην Προσωρινή Κυβέρνηση”. Είναι η πρώτη από τις πολλές φορές μέσα στο 1917 που οι μπολσεβίκοι θα έρθουν σε αντίθεση με την άκαιρη αλλά και πραξικοπηματική λογική της κατάληψης της εξουσίας χωρίς να έχει κατακτηθεί η εμπιστοσύνη και η πλειοψηφία των Σοβιέτ.

Τέλος, ο Λένιν δεν διστάζει στο κείμενό του να έρθει σε ευθεία αντίθεση με τον Κάμενεφ, τον δεύτερο σημαντικότερο ίσως μπολσεβίκο ηγέτη, που υποστήριζε στην Πράβντα ότι “Αφού η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν είναι τελειωμένη, δεν μπορεί να μετεξελιχθεί άμεσα σε σοσιαλιστική”*. Στο δε φόβο του Κάμενεφ “να μη μετατραπούμε από κόμμα των μαζών” (δηλαδή κόμμα που παρασύρεται από το ρεύμα της μαζικής ευφορίας για την Φεβρουαριανή Επανάσταση) σε ομάδα προπαγανδιστών – κομμουνιστών, ο Λένιν δεν διστάζει να απαντήσει ότι “Χρειάζεται κανείς να ξέρει για ένα χρονικό διάστημα να είναι μειοψηφία απέναντι στη μέθη”. Οι μπολσεβίκοι έγιναν πλειοψηφία επειδή ήξεραν σε κρίσιμες στιγμές να στέκονται ως μειοψηφία στη “μαζική μικροαστική μέθη”.

* Δυστυχώς εδώ υπάρχει μια λαθροχειρία στην ιστοριογραφία διαφόρων αντισταλινικών ρευμάτων που χρεώνουν τη συγκεκριμένη διατύπωση της Πράβντα στο Στάλιν, ενώ ο ίδιος ο Λένιν την αποδίδει στον Κάμενεφ, και ο ίδιος ο Κάμενεφ κατά την VII Συνδιάσκεψη λίγες μέρες αργότερα την υπερασπίζεται… Δεν είναι η μόνη από τις στενάχωρες παραχαράξεις που αυτό που αποζητούν από την επέτειο των 100 χρόνων από την Οκτωβριανή είναι η δικαίωση του “δικού τους ρεύματος” και του “δικού τους ηγέτη”.

Πρόλογος

Στις 4 Απρίλη 1917 είχα την ευκαιρία να μιλήσω στην Πετρούπολη πάνω στο θέμα που αναφέρεται στον τίτλο, πρώτα σε συνέλευση των μπολσεβίκων. Ήταν αντιπρόσωποι της Πανρωσικής Σύσκεψης των Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Βουλευ­τών, αντιπρόσωποι που έπρεπε να φύγουν για τα μέρη τους και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να μου δώσουν καμιά αναβολή. Όταν τέλειωσε η συνέλευση, ο προϊστάμενος της, σ. Γ. Ζινόβιεφ, μου πρότεινε, απόμερους όλης της συνέλευσης, να επαναλάβω την εισήγηση αμέσως σε κοινή συνέλευση των μπολσεβίκων και των μενσεβίκων αντιπροσώπων, που ήθελαν να συζητήσουν το ζήτημα της ένωσης του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Ρωσίας.

Όσο κι αν μου ήταν δύσκολο να επαναλάβω την εισήγηση μου αμέσως, νόμισα πως δεν είχα το δικαίωμα ν’ αρνηθώ, μια και μου το ζητούσαν και οι ομοϊδεάτες μουκαι οι μενσεβίκοι, που εξαιτίας της αναχώρησης τους δεν μπορούσαν πραγματικά να μου δώσουν αναβολή.

Στην εισήγηση διάβασα τις θέσεις μου που δημοσιεύτηκαν στην «Πράβντα» αρ. φύλλου 26 της 7 Απρίλη 1917[i].

Και οι Θέσεις και η εισήγηση μου προκάλεσαν διαφωνίες ανάμεσα και στους ίδιους τους μπολσεβίκους και στην ίδια τη σύνταξη της «Πράβντα». Ύστερα από μια σειρά συσκέψεις καταλήξαμε ομόφωνα στο συμπέρασμα, ότι είναι σκοπιμότερο να συζη­τήσουμε αυτές τις διαφωνίες ανοιχτά, δίνοντας έτσι υλικό για την πανρωσική συνδιάσκεψη του κόμματος μας (του ΣΔΕ Κόμματος της Ρωσίας, του ενωμένου από την Κεντρική Επιτροπή), που συνέρχεται στην Πετρούπολη, στις 20 του Απρίλη 1917.

Εκτελώντας αυτήν ακριβώς την απόφαση για τη συζήτηση, δημοσιεύω τα παρακάτω γράμματα, χωρίς να προβάλλω την αξίωση ότι αυτά αποτελούν ολόπλευρη μελέτη του ζητήματος, αλλά θέλοντας μόνο να σημειώσω τα κύρια επιχειρήματα που είναι ιδαίτερα ουσιώδη για τα πραχτικά καθήκοντα του κινήματος της εργατικές τάξης.

ΓΡΑΜΜΑ Ι – ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ

Ο μαρξισμός απαιτεί από μας τον πιο ακριβή, αντικειμενικά επαληθεύσιμο υπολογισμό του συσχετισμού των τάξεων και των συγκεκριμένων ιδιομορφιών της κάθε ιστορικής στιγμής. Εμείς, οι μπολσεβίκοι, προσπαθούσαμε πάντοτε να είμαστε πιστοί σ’ αυτή την απαίτηση, που είναι απόλυτα υποχρεωτική από την άποψη κάθε επιστημονικής θεμελίωσης της πολιτικής.

«Η διδασκαλία μας δεν είναι δόγμα, παρά καθοδήγηση για δράση» –έτσι έλεγαν πάντα ό Μαρξ και ό Έγκελς, που δίκαια ειρωνεύονταν την αποστήθιση και την απλή επανάληψη «διατυπώσεων», ικανών στην καλύτερη περίπτωση μόνο να προδιαγράφουν τα γενικά καθήκοντα, που τροποποιούνται αναπόφευχτα από τη συγκεκριμένη οικονομική και πολιτική κατάσταση της κάθε ιδιαίτερης περιόδου του ιστορικού προτσές.

Από ποιά λοιπόν αντικειμενικά γεγονότα, με ακρίβεια διαπιστωμένα, πρέπει να καθοδηγείται σήμερα το κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου για τον καθορισμό των καθηκόντων και των μορφών της δράσης του;

Και στο πρώτο μου «Γράμμα από μακριά» («Το πρώτο στάδιο της πρώτης επανάστασης»), που δημοσιεύτηκε στην «Πράβντα», αρ. φύλ. 14 και 15, της 21 και 22 του Μάρτη 1917, και στις Θέσεις μου καθορίζω την «Ιδιομορφία της Τρέχουσας Στιγμής στη Ρωσία», σαν περιόδου περάσματος από το πρώτο στάδιο της επανάστασης στο δεύτερο. Και γι’ αυτό βασικό σύνθημα, «καθήκον της ημέρας» γι’ αυτή τη στιγμή θεωρούσα: «εργάτες, δείξατε θαύματα προλεταριακού, λαϊκού ηρωισμού στον εμφύλιο πόλεμο ενάντια στον τσαρισμό, πρέπει να δείξετε θαύματα προλεταριακής και παλλαϊκής οργάνωσης, για να προετοιμάσετε τη νίκη σας στο δεύτερο στάδιο της επανάστασης». («Πράβντα» αρ. φύλλου 15).

Σε τι συνίσταται λοιπόν το πρώτο στάδιο; Στο πέρασμα της κρατικής εξουσίας στην αστική τάξη.

Ως την επανάσταση του Φλεβάρη-Μάρτη του 1917 η κρατική εξουσία στη Ρωσία βρισκόταν στα χέρια μιας παλιάς τάξης, δηλαδή της τάξης των φεουδαρχών-ευγενών-τσιφλικάδων, μ’ επικεφαλής το Νικόλαο Ρομανόφ.

Ύστερα απ’ αυτή την επανάσταση η εξουσία βρίσκεται στα χέρια μιας άλλης, νέας, τάξης, δηλαδή της αστικής τάξης.

Το πέρασμα της κρατικής εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης είναι το πρώτο, το κύριο, το βασικό γνώρισμα της επανάστασης, τόσο με την αυστηρά-επιστημονική, όσο και με την πραχτικό-πολιτική σημασία αυτής της έννοιας. Μ’ αυτή την έννοια η αστική ή αστικοδημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία τέλειωσε.

Στο σημείο αυτό ακούμε το θόρυβο των διαφωνούντων, που πρόθυμα αυτοαποκαλούνται «παλιοί μπολσεβίκοι»: δεν λέγαμε λοιπόν πάντοτε πως η αστικοδημοκρατική επανάσταση τελειώνει μόνο με την «επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλε­ταριάτου και της αγροτιάς»; Μήπως η αγροτική επανάσταση, που είναι επίσης αστικοδημοκρατική, τέλειωσε; Μήπως, απεναντίας, δεν είναι γεγονός πως η επανάσταση αυτή ούτε άρχισε καν;

Απαντώ: γενικά τα μπολσεβίκικα συνθήματα και ιδέες έχουν επιβεβαιωθεί πλέρια από την ιστορία, συγκεκριμένα όμως τα πράγματα διαμορφώθηκαν διαφορετικά απ’ ό,τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς (οποιοσδήποτε κι αν ήταν), πιο πρωτότυπα, πιο ιδιόμορφα, πιο ποικιλόμορφα.

Το να αγνοείς, το να ξεχνάς αυτό το γεγονός θα σήμαινε να εξομοιώνεσαι με κείνους τους «παλιούς μπολσεβίκους», που πολλές φορές κιόλας έπαιξαν θλιβερό ρόλο στην ιστορία του Κόμματος μας, επαναλαβαίνοντας αβασάνιστα μια αποστηθισμένη διατύπωση, αντί να μελετήσουν την ιδιομορφία της νέας, της ζωντανής πραγματικότητας.

Η «επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» έχει κιόλας πραγματοποιηθεί[ii] στη ρωσική επανάσταση, γιατί η «διατύπωση» αυτή προβλέπει μόνο το συσχετισμό των τάξεων, και όχι το συγκεκριμένο πολιτικό θεσμό που πραγματώνει αυτό το συσχετισμό, αυτή τη συνεργασία. Το «Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Βουλευτών» –να η πραγματοποιημένη κιόλας από τη ζωή «επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς».

Η διατύπωση αυτή πάλιωσε πια. Η ζωή την έβγαλε από το βασίλειο των διατυπώσεων και την έμπασε στο βασίλειο της πραγματικότητας, της έδωσε σάρκα και οστά, τη συγκεκριμενο­ποίησε κι έτσι την τροποποίησε.

Στην ημερήσια διάταξη μπήκε κιόλας ένα διαφορετικό, ένα νέο καθήκον: η διάσπαση στο εσωτερικό αυτής της διχτατορίας ανάμεσα στα προλεταριακά στοιχεία (αντιαμυνίτικα, διεθνιστικά, «κομμουνιστικά», που είναι υπέρ του περάσματος στην κομμούνα) και τα μικρονοικοκυρίστικα ή μικροαστικά στοιχεία (Τσχεΐτζε, Τσερετέλι, Στεκλόφ, σοσιαλεπαναστάτες κλπ, επαναστάτες αμυνίτες, αντίπαλοι του κινήματος που ακολουθεί το δρόμο προς την κομμούνα, οπαδοί της «υποστήριξης» της αστικής τάξης και της αστικής κυβέρνησης).

Όποιος μιλάει σήμερα μόνο για «επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», αυτός έμεινε πίσω από τη ζωή και για το λόγο αυτό πέρασε στην πράξη με το μέρος των μικροαστών ενάντια στην προλεταριακή ταξική πάλη, αυτόν πρέπει να τον παραδώσουμε στο αρχείο των «μπολσεβίκικων» προεπαναστατικών σπάνιων αντικειμένων (μπορούμε να το ονομάσουμε: αρχείο «παλιών μπολσεβίκων»).

Η επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς πραγματοποιήθηκε κιόλας, αλλά εξαιρετικά πρωτότυπα, με μια σειρά εξαιρετικά σπουδαίες τροποποιήσεις. Γι’ αυτές θα μιλήσω ιδιαίτερα σε ένα από τα κατοπινά γράμματα μου. Τώρα είναι απαραίτητο να κάνουμε χτήμα μας τούτη την αναντίρρητη αλήθεια, ότι ο μαρξιστής πρέπει να παίρνει υπόψη του τη ζωντανή πραγματικότητα, τα ακριβή γεγονότα της πραγματικότητας, και όχι να εξακολουθεί να αγκιστρώνεται από τη θεω­ρία του χτες, που, όπως και κάθε θεωρία, στην καλύτερη περί­πτωση προδιαγράφει απλώς το βασικό, το γενικό, πλησιάζει απλώς στη σύλληψη της πολυπλοκότητας της ζωής.

«Γκρίζα η κάθε θεωρία, φίλε μου ακριβέ, το χρυσοδέντρι της ζωής πράσινο θάλλει».

Όποιος βάζει με τον παλιό τρόπο το ζήτημα του «αποτελειωμού» της αστικής επανάστασης, αυτός θυσιάζει τον ζωντανό μαρξισμό στο νεκρό γράμμα.

Κατά την παλιά αντίληψη προκύπτει πως: ύστερα από την κυριαρχία της αστικής τάξης μπορεί και πρέπει ν’ ακολουθήσει η κυριαρχία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, η διχτατορία τους.

Στη ζωντανή όμως πραγματικότητα τα πράγματα ήρθαν κιόλας διαφορετικά: προέκυψε μια εξαιρετικά πρωτότυπη, νέα, πρωτοείδωτη σύμπλεξη του ενός με το άλλο. Υπάρχουν δίπλα, μαζί, ταυτόχρονα και η κυριαρχία της αστικής τάξης (η κυβέρ­νηση Λβοφ και Γκουτσκόφ) και η επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, που παραδίνει θεληματικά την εξουσία στην αστική τάξη, που μετατρέπεται θεληματικά σε εξάρτημα της.

Γιατί, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ουσιαστικά στην Πετρούπολη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των εργατών και των στρατιωτών· ότι η νέα κυβέρνηση δεν ασκεί κι ούτε μπορεί να ασκήσει πάνω τους βία, επειδή δεν υπάρχει ούτε αστυνομία, ούτε χωρισμένος από το λαό στρατός, ούτε πανίσχυρη υπαλληλία που να στέκεται πάνω από τα λαό. Αυτό είναι γεγονός. Πρόκειται ακριβώς για ένα γεγονός, που είναι χαρακτηριστικό για ένα κράτος τύπου Κομμούνας του Παρισιού. Το γεγονός αυτό δεν χωράει στα παλιά σχήματα. Πρέπει να ξέρει κανείς να προσαρμόζει τα σχήματα στη ζωή, και όχι να επαναλαβαίνει λέξεις για «διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς»γενικά, λέξεις που έχασαν κάθε νόημα.

Για να φωτίσουμε καλύτερα το ζήτημα, ας το εξετάσουμε από μιαν άλλη πλευρά.

Ο μαρξιστής δεν πρέπει να ξεφεύγει από την ακριβή βάση της ανάλυσης των ταξικών σχέσεων. Στην εξουσία βρίσκεται η αστική τάξη. Αλλά μήπως και η μάζα των αγροτών δεν αποτελεί επίσης αστική τάξη διαφορετικού στρώματος, διαφορετικού είδους, διαφορετικού χαρακτήρα; Από που βγαίνει, ότι αυτό το στρώμα δεν μπορεί νά ’ρθει στην εξουσία, «αποτελειώνοντας» την αστικοδημοκρατική επανάσταση; Για ποιο λόγο αυτό είναι αδύνατο;

Έτσι σκέφτονται συχνά οι παλιοί μπολσεβίκοι.

Απαντώ: αυτό είναι πολύ πιθανό. Ο μαρξιστής όμως στην εκτίμηση της στιγμής δεν πρέπει να ξεκινά από το πιθανό, αλλά από το πραγματικό.

Και η πραγματικότητα μας παρουσιάζει το γεγονός, ότι οι ελεύθερα εκλεγμένοι στρατιώτες και αγρότες βουλευτές συμμετέχουν ελεύθερα στη δεύτερη, την παράπλευρη κυβέρνηση και ελεύθερα την συμπληρώνουν, την αναπτύσσουν, την ολοκληρώνουν.

Και άλλο τόσο ελεύθερα παραδίνουν την εξουσία στην αστική τάξη –φαινόμενο που δεν «παραβιάζει» καθόλου τη θεωρία του μαρξισμού, γιατί εμείς ξέραμε πάντα και πολλές φορές το τονίσαμε, ότι η αστική τάξη κρατιέται όχι μόνο με τη βία, αλλά και με την έλλειψη συνειδητότητας, τη ρουτίνα, την αποβλάκωση και την ανοργανωσιά των μαζών.

Και μπροστά στη σημερινή πραγματικότητα είναι στ’ αλήθεια γελοίο να αγνοείς το γεγονός και να μιλάς για «πιθανότητες».

Είναι πιθανό η αγροτιά να πάρει όλη τη γη και όλη την εξουσία. Εγώ όχι μόνο δεν παραβλέπω αυτή τη δυνατότητα, δεν περιορίζω τον ορίζοντα μου μόνο στο σήμερα, αλλά διατυπώνω καθαρά και με ακρίβεια το αγροτικό πρόγραμμα, παίρνοντας υπόψη το καινούριο φαινόμενο: την πιο βαθιά διάσπαση των εργατών γης και των φτωχών αγροτών με τους αγρότες-νοικοκύρηδες.

Είναι όμως πιθανό και το άλλο: είναι πιθανό οι αγρότες ν’ ακούσουν τις συμβουλές του μικροαστικού κόμματος των σοσιαλεπαναστατών, που υπόκυψε στην επιρροή των αστών, πέρασε στον αμυνιτισμό και συνιστά την αναμονή ως τη Συνταχτική Συνέλευ­ση, αν και ως τώρα δεν έχει ακόμα οριστεί ούτε η ημερομηνία της σύγκλησης της[iii]!

Είναι πιθανό οι αγρότες να διατηρήσουν, να συνεχίσουν τη συμφωνία τους με την αστική τάξη, συμφωνία που την έκλεισαν τώρα μέσω των Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Βουλευτών όχι μόνο τυπικά, μα και ουσιαστικά.

Πολλά τα πιθανά. Θα ήταν σοβαρότατο λάθος να ξεχνάμε το αγροτικό κίνημα και το αγροτικό πρόγραμμα. Θα ήταν όμως εξίσου λάθος να ξεχνάμε την πραγματικότηταπου μας παρουσιάζει το γεγονός της συμφωνίας –ή, για να χρησιμοποιήσω μια πιο ακριβή, λιγότερο νομική και περισσότερο οικονομικο-ταξική έκφραση– το γεγονός της ταξικής συνεργασίας της αστικής τάξης και της αγροτιάς.

Όταν το γεγονός αυτό πάψει να είναι γεγονός, όταν η αγροτιά ξεκόψει από την αστική τάξη, όταν πάρει τη γη παρά τη θέληση της αστικής τάξης, όταν πάρει την εξουσία ενάντια στην αστική τάξη –τότε αυτό θα είναι ένα νέο στάδιο της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, και γι’ αυτό θα γίνει λόγος ιδιαίτερα.

Ο μαρξιστής, που, εξαιτίας της δυνατότητας ενός τέτοιου μελλοντικού σταδίου, θα ξεχνούσε τις υποχρεώσεις του σήμερα, τώρα που η αγροτιά συμφωνεί με την αστική τάξη, θα μεταβαλλόταν σε μικροαστό. Επειδή στην πράξη θα καλλιεργούσε στο προλεταριάτο την εμπιστοσύνη προς τους μικροαστούς («οι μικροαστοί αυτοί, η αγροτιά αυτή πρέπει να αποσπαστεί από την αστική τάξη ακόμα μέσα στα πλαίσια της αστικοδημοκρατικής επανάστασης»). Ό μαρξιστής αυτός, εξαιτίας της «δυνατότητας» ενός ευχάριστου και ωραίου μέλλοντος, τότε που η αγροτιά δεν θα είναι ουρά της αστικής τάξης, και οι Εσέροι, οι Τσχεΐτζε, οι Τσερετέλι και οι Στεκλόφ δεν θα είναι εξάρτημα της αστικής κυβέρ­νησης, εξαιτίας της «δυνατότητας» ενός ευχάριστου μέλλοντος, θα ξεχνούσε το δυσάρεστο παρόν, τώρα που η αγροτιά παρα­μένει ακόμα ουρά της αστικής τάξης και οι σοσιαλεπαναστάτες και οι σοσιαλδημοκράτες δεν παραιτούνται ακόμα από το ρόλο του εξαρτήματος της αστικής κυβέρνησης, από το ρόλο της αντιπολί­τευσης της «αυτού μεγαλειότητας» του Λβοφ.

Ο άνθρωπος που πήραμε κάνοντας υπόθεση θά ’μοιαζε μ’ ένα γλυκανάλατο Λουί Μπλαν, μ’ ένα γλυκερό καουτσκιστή, αλλά σε καμιά περίπτωση με επαναστάτη μαρξιστή.

Δεν μας απειλεί τάχα ό κίνδυνος να πέσουμε στον υποκει­μενισμό, να θέλουμε να «υπερπηδήσουμε» μια μη ολοκληρωμένη επανάσταση αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα, που δεν έχει ξεπερά­σει ακόμα τα αγροτικό κίνημα –για να φτάσουμε στη σοσιαλιστι­κή επανάσταση;

Αν έλεγα: «δίχως τσάρο, και κυβέρνηση εργατική» –ο κίνδυνος αυτός θα με απειλούσε. Εγώ όμως δεν είπα αυτό, εγώ είπα άλλο. Είπα πως στη Ρωσία δεν μπορεί να υπάρχει άλλη κυβέρνηση (εξαιρώντας την αστική) εκτός από τα Σοβιέτ των ερ­γατών, των εργατών γης, των στρατιωτών και των αγροτών βου­λευτών. Είπα ότι τώρα η εξουσία στη Ρωσία μπορεί να περάσει από τον Γκουτσκόφ και τον Λβοφ μόνο σ’ αυτά τα Σοβιέτ, και σ’ αυτά επικρατεί ίσα-ίσα η αγροτιά, επικρατούν οι φαντάροι, επικρατούν οι μικροαστοί, για να εκφραστούμε με επιστημονικό, μαρξιστικό όρο, χρησιμοποιώντας όχι το συνηθισμένο, όχι το μικροα­στικό, όχι τον επαγγελματικό, μα τον ταξικό χαρακτηρισμό.

Στις θέσεις μου ασφάλισα απόλυτα τον εαυτό μου από κάθε υπερπήδηση του αγροτικού ή γενικά του μικροαστικού κινήματος, που δεν έχει φτάσει στο τέρμα του, από κάθε παιγνίδι «κατάλη­ψης της εξουσίας» από εργατική κυβέρνηση, από κάθε μπλανκιστικό τυχοδιωχτισμό, επειδή αναφέρθηκα απευθείας στην πείρα της Κομμούνας του Παρισιού. Και η πείρα αυτή, όπως είναι γνωστό και όπως το έδειξε λεπτομερειακά ό Μαρξ το 1871 και ό Έγκελς το 1891, απόκλεισε εντελώς το μπλανκισμό και εξασφά­λισε απόλυτα την απευθείας, άμεση και απεριόριστη κυριαρχία της πλειοψηφίας και τη δραστηριότητα των μαζών μόνο στο βαθμό της συνειδητής δράσης της ίδιας της πλειοψηφίας.

Στις Θέσεις συνόψισα εντελώς συγκεκριμένα όλο το ζήτημα στην πάλη για την απόχτηση επιρροής μέσα στα Σοβιέτ των εργατών, των εργατών γης, των αγροτών και των στρατιωτών βουλευτών. Για να μην αφήσω ούτε ίχνος αμφιβολίας πάνω σ’ αυτό, δυο φορές υπογράμμισα στις Θέσεις την ανάγκη της υπομονετικής, επίμονης, της «προσαρμοζόμενης στις πραχτικές ανάγκες των μαζών», «διαφωτιστικής» δουλειάς.

Οι αμαθείς είτε οι αποστάτες του μαρξισμού, σαν τον κ. Πλεχάνοφ κλπ., μπορούν να φωνάζουν για αναρχισμό, μπλανκι­σμό κλπ. Όποιος θέλει να σκέφτεται και να μαθαίνει, αυτός δεν μπορεί παρά να καταλάβει ότι ό μπλανκισμός είναι κατάληψη της εξουσίας από μια μειοψηφία, ενώ τα Σοβιέτ των εργατών κλπ., βουλευτών είναιαναμφισβήτητα μια απευθείας και άμεση οργά­νωση της πλειοψηφίας του λαού. Η δουλειά που έχει αναχθεί στην πάλη για την απόχτηση επιρροής μέσα σ’ αυτά τα Σοβιέτ δεν μπορεί, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να κατρακυλήσει στο βάλτο του μπλανκισμού. Και δεν μπορεί να κατρακυλήσει στο βάλτο του αναρχισμού, γιατί ό αναρχισμός είναι άρνηση της αναγ­καιότητας τον κράτους και της κρατικής εξουσίας για την εποχή του περάσματος από την κυριαρχία της αστικής τάξης στην κυριαρχία του προλεταριάτου. Εγώ όμως, με σαφήνεια που απο­κλείει κάθε δυνατότητα παρεξηγήσεων, υποστηρίζω την αναγκαιό­τητα του κράτους γι’ αυτή την εποχή, αλλά, σύμφωνα με τον Μαρξ και την πείρα της Κομμούνας του Παρισιού, όχι του συνη­θισμένου κοινοβουλευτικού-αστικού κράτους, παρά ενός κράτους δίχως ταχτικό στρατό, δίχως αντιτιθέμενη στα λαό αστυνομία, δίχως βαλμένη πάνω από το λαό υπαλληλοκρατία.

Αν ο κ. Πλεχάνοφ στη «Γεντίνστβό» του φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη για αναρχισμό, μ’ αυτό αποδείχνει απλώς για μια ακόμα φορά ότι ξέκοψε από το μαρξισμό. Στην πρόκληση που του έκανα από την «Πράβντα» (αρ. φύλλου 26) να μας πει, τί δίδασκαν για το κράτος ο Μαρξ και ό Έγκελς στα 1871, 1872, 1875, ο κ. Πλεχάνοφ είναι και θα είναι αναγκασμένος ν’ απαντήσει με σιωπή πάνω στην ουσία του ζητήματος και με κραυγές, σαν αυτές που συνηθίζει η μανιασμένη αστική τάξη.

Ο πρώην μαρξιστής κ. Πλεχάνοφ δεν κατάλαβε καθόλου τη μαρξιστική διδασκαλία για το κράτος. Εξάλλου, τα σπέρματα αυτής της μη κατανόησης τα βλέπει κανείς και στη γερμανική μπρο­σούρα του για τον αναρχισμό

* * * *

Ας δούμε τώρα πώς διατυπώνει ο σ. Γ. Κάμενεφ στο σχόλιο του στην «Πράβντα» (αρ. φύλλου 27) τις «διαφωνίες» του με τις Θέσεις μου και με τις απόψεις που ανάπτυξα παραπάνω. Αυτό θα μας βοηθήσει να τις ξεκαθαρίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια.

«Όσο για το γενικό σχήμα του σ. Λένιν –γράφει ο σ. Κάμενεφ– μας φαίνεται απαράδεχτο, εφόσον ξεκινά από το ότι θεωρεί την αστικοδημοκρατική επανάσταση τελειωμένη και υπολογίζει στην άμεση μετεξέ­λιξή της σε σοσιαλιστική»…

Εδώ υπάρχουν δυο μεγάλα λάθη.

Πρώτο. Το ζήτημα του «αποτελειωμού» της αστικοδημοκρατικής επανάστασης τοποθετήθηκε λαθεμένα. Στο ζήτημα αυτό δόθηκε μια αφηρημένη, απλή, μονόχρωμη, αν μπορούμε να εκφρα­στούμε έτσι, τοποθέτηση, που δεν ανταποκρίνεται στην αντικει­μενική πραγματικότητα. Όποιος βάζει το ζήτημα έτσι, όποιος ρωτά σήμερα: «τέλειωσε άραγε η αστικοδημοκρατική επανάσταση» και σταματά εδώ –αυτός στερεί από τον εαυτό του τη δυνατότητα να καταλάβει την εξαιρετικά πολύπλοκη, τουλάχιστο «δίχρωμη» πραγ­ματικότητα. Αυτό στη θεωρία. Και στην πράξη παραδίνεται ανίσχυρος στη μικροαστική επαναστατικότητα.

Κι αλήθεια. Η πραγματικότητα μας δείχνει και πέρασμα της εξουσίας στην αστική τάξη («τελειωμένη» αστικοδημοκρατική επανάσταση συνηθισμένου τύπου) και ύπαρξη, πλάι στην πραγμα­τική κυβέρνηση, μιας άλλης παράπλευρης κυβέρνησης που αποτελεί «επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς». Αυτή η τελευταία «παρα-κυβέρνηση» παραχώρησε μόνη της την εξουσία στην αστική τάξη, μόνη της προσδέθηκε στην αστική κυβέρνηση.

Αγκαλιάζει άραγε αυτή την πραγματικότητα η παλαιομπολσεβίκικη διατύπωση του σ. Κάμενεφ: «η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν έχει τελειώσει»;

Όχι, η διατύπωση έχει παλιώσει. Είναι εντελώς άχρηστη. Νεκρή. Οι προσπάθειες να την αναστήσουν θα είναι μάταιες.

Δεύτερο. Ζήτημα πραχτικό. Είναι άγνωστο αν μπορεί τώρα να υπάρξει ακόμα στη Ρωσία μια ιδιαίτερη «επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», ξεκομμέ­νη από την αστική κυβέρνηση. Και δεν επιτρέπεται να βασίζουμε τη μαρξιστική ταχτική στο άγνωστο.

Αν όμως αυτό μπορεί ακόμα να συμβεί, τότε ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτό είναι ένας και μόνον ένας: άμεσος, αποφασιστικός, αμετάκλητος διαχωρισμός των προλεταριακών, κομμουνιστικών στοιχείων του κινήματος από τα μικροαστικά.

Γιατί;

Επειδή όλη η μικροαστική μάζα στράφηκε, όχι τυχαία, μα κατανάγκην προς το σοβινισμό (=αμυνιτισμό), προς την «υπο­στήριξη» της αστικής τάξης, προς την εξάρτηση απ’ αυτήν, προς το φόβο να μείνει χωρίς αυτήν κλπ.

Πώς μπορεί κανείς να «σπρώξει» τους μικροαστούς στην εξουσία, όταν οι μικροαστοί αυτοί μπορούν τώρα κιόλας να την πάρουν, μα δεν θέλουν;

Μόνο με το διαχωρισμό του προλεταριακού, κομμουνιστικού κόμματος, με την απαλλαγμένη από την ατολμία αυτών των μικροαστών προλεταριακή ταξική πάλη. Μόνο η συσπείρωση των προλετάριων, απαλλαγμένων στην πράξη και όχι στα λόγια από την επιρροή των μικροαστών, είναι ικανή να κάνει τόσο «πυρακτω­μένο» το έδαφος κάτω από τα πόδια των μικροαστών, που να αναγκαστούν, κάτω από ορισμένες περιστάσεις, να πάρουν την εξουσία· δεν αποκλείεται μάλιστα, οι Γκουτσκόφ και Μιλιουκόφ –και πάλι κάτω από ορισμένες περιστάσεις– να ταχθούν υπέρ της παντοκρατορίας, υπέρ της μονοκρατορίας του Τσχεΐτζε, του Τσερετέλι, των σοσιαλεπαναστατών, του Στεκλόφ, γιατί όπως και νά ’ναι «αμυνίτες» είναι!

Εκείνος που ξεχωρίζει τώρα κιόλας, αμέσως και αμετάκλη­τα, τα προλεταριακά στοιχεία των Σοβιέτ (δηλ. το προλεταριακό, κομμουνιστικό, κόμμα) από τα μικροαστικά, αυτός εκφράζει σω­στά τα συμφέροντα του κινήματος και για τις δυο πιθανές περι­πτώσεις: και για την περίπτωση που η Ρωσία θα ζήσει ακόμα μια ιδιαίτερη, ανεξάρτητη, όχι υποταγμένη στην αστική τάξη «δι­χτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», και για την πε­ρίπτωση που οι μικροαστοί δεν θα μπορέσουν να αποσπαστούν από την αστική τάξη και θά ταλαντεύονται αιώνια (δηλ. ως το σοσια­λισμό) ανάμεσα σ’ αυτήν και σε μας.

Όποιος καθοδηγείται στη δράση του μόνο από την απλή δια­τύπωση: «Η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν έχει τελειώσει», είναι σαν να εγγυάται έτσι πως οι μικροαστοί είναι ασφαλώς ικανοί να τραβήξουν ανεξάρτητα από την αστική τάξη. Αυτός παρα­δίνεται έτσι ανίσχυρος τη στιγμή αυτή στο έλεος των μικροαστών.

Με την ευκαιρία. Σχετικά με τον «τύπο» διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς δεν θα πείραζε πάντως να θυμη­θούμε ότι στις «Δυο ταχτικές» (Ιούλης 1905) υπογράμμιζα ειδικά:

«Η επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς έχει, όπως κάθετι στον κόσμο, παρελθόν και μέλλον. Το παρελθόν της: η απολυταρχία, η δουλοπαροικία, η μοναρχία, τα προνόμια… Το μέλλον της: η πάλη ενάντια στην ατομική ιδιοχτησία, η πάλη του μισθωτού εργάτη ενάντια στο αφεντικό, η πάλη για το σοσιαλισμό»…

Το λάθος του σ. Κάμενεφ είναι ότι αυτός και στα 1917 βλέπει μόνο το παρελθόν της επαναστατικής-δημοκρατικής διχτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς. Ενώ στην πράξη άρ­χισε κιόλας γι’ αυτήν το μέλλον, γιατί τα συμφέροντα και η πο­λιτική του μισθωτού εργάτη και του νοικοκυράκου στην πράξη έχουν κιόλας χωρίσει, και μάλιστα σ’ ένα τόσο σπουδαίο ζή­τημα, όπως ο «αμυνιτισμός», η στάση απέναντι στον ιμπεριαλι­στικό πόλεμο.

Και δω έφτασα στο δεύτερο λάθος του συλλογισμού του σ. Κάμενεφ, που ανάφερα. Με κατηγορεί ότι το σχήμα μου είναι «υπολογισμένο» στην «άμεση μετεξέλιξη αυτής της (αστικοδημοκρατικής) επανάστασης σε σοσιαλιστική».

Αυτό δεν είναι σωστό. Εγώ όχι μόνο δεν «υπολογίζω» στην «άμεση μετεξέλιξη» της επανάστασης μας σε σοσιαλιστική, αλλά και εφιστώ άμεσα την προσοχή ενάντια σ’ αυτό, δηλώνω ανοιχτά στη θέση αριθ. 8: … «Όχι “εισαγωγή” του σοσιαλισμού, σαν άμεσο καθήκον μας»…

Δεν είναι λοιπόν φανερό, ότι ένας άνθρωπος, που υπολογίζει στην άμεση μετεξέλιξη της επανάστασης μας σε σοσιαλιστική, δεν θα μπορούσε να ταχθεί ενάντια στην εισαγωγή του σοσιαλισμού, σαν άμεσο καθήκον;

Κι όχι μόνο αυτό. Στη Ρωσία δεν είναι δυνατό να εισαγά­γουμε «αμέσως» ακόμα και ένα «κράτος-κομμούνα» (δηλ. κράτος, οργανωμένο σύμφωνα με τον τύπο της Κομμούνας του Παρισιού), επειδή γι’ αυτό είναι απαραίτητο η πλειοψηφία των βουλευτών σε όλα (ή στα περισσότερα) Σοβιέτ να καταλάβει καλά πόσο λαθε­μένη και πόσο επιζήμια είναι η ταχτική και η πολιτική των Εσέρων, των Τσχεΐτζε, Τσερετέλι, Στεκλόφ κλπ. Κι εγώ δήλωσα εν­τελώς συγκεκριμένα, ότι στον τομέα αυτόν «υπολογίζω» μόνο στην «υπομονετική» εξήγηση (χρειάζεται άραγε να είναι κανείς υπομονετικός, για να πετύχει μια αλλαγή, που μπορεί να την πραγματοποιήσει «αμέσως»;).

Ο σ. Κάμενεφ επιτέθηκε λιγάκι «ανυπόμονα» και επανέλα­βε τη μικροαστική πρόληψη σχετικά με την Κομμούνα του Παρι­σιού, ότι τάχα ήθελε να εισαγάγει «αμέσως» το σοσιαλισμό. Αυ­τό δεν είναι σωστό. Η Κομμούνα, δυστυχώς, αργοπόρησε πολύ στην εισαγωγή του σοσιαλισμού. Η πραγματική ουσία της Κομ­μούνας δεν βρίσκεται εκεί που την αναζητούν συνήθως οι αστοί, αλλά στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου τύπου κράτους. Και ένα τέτοιο κράτος έχει κιόλας γεννηθεί στη Ρωσία, είναι τα Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Βουλευτών!

Ο σ. Κάμενεφ δεν βάθυνε στο γεγονός, στη σημασία των Σοβιέτ που υπάρχουν, στο ότι σύμφωνα με τον τύπο τους, σύμ­φωνα με τον κοινωνικοπολιτικό τους χαρακτήρα είναι ταυτόσημα με το κράτος της Κομμούνας, και αντί να μελετήσει το γεγονός, άρχισε να μιλάει για ένα ζήτημα, που εγώ το «θεωρώ» τάχα σαν ζήτημα του άμεσου μέλλοντος. Το αποτέλεσμα, δυστυχώς, ήταν να επαναληφθεί η μέθοδος πολλών αστών: αποσπούν την προσο­χή από το ζήτημα τι είναι τα Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιω­τών Βουλευτών, είναι άραγε ανώτερος τύπος από την κοινοβου­λευτική δημοκρατία, χρησιμότερα για το λαό, δημοκρατικότερα, καταλληλότερα για την αντιμετώπιση, λ.χ., της έλλειψης ψωμιού κτλ., αποσπούν την προσοχή απ’ αυτό το φλέγον, το ουσιαστικό ζήτημα, που τό ’βαλε στην ημερήσια διάταξη η ζωή, και τη στρέ­φουν στο κούφιο, δήθεν επιστημονικό, μα στην πραγματικότητα χωρίς περιεχόμενο και δασκαλίστικα νεκρό ζήτημα του «υπολο­γισμού μιας άμεσης μετεξέλιξης».

Κούφιο, λαθεμένα τοποθετημένο ζήτημα. Εγώ «υπολογίζω» μόνο στο ότι, αποκλειστικά στο ότι οι εργάτες, οι φαντάροι και οι αγρότες θα τα βγάλουν πέρα με τα δύσκολα πραχτικά ζητήματα της αύξησης της παραγωγής σιτηρών, της καλύτερης διανομής τους, του καλύτερου εφοδιασμού των φαντάρων κλπ., κλπ., καλύτερα από τους δημόσιους υπαλλήλους, καλύτερα από τους αστυνομικούς.

Είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ότι τα Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Βουλευτών θα εξασφαλίσουν γρηγορότερα και καλύτερα την αυτοτέλεια της μάζας του λάου απ’ ό,τι η κοινοβουλευτική δημοκρατία (για τη σύγκριση των δυο τύπων κράτους θα γίνει λόγος λεπτομερέστερα σε άλλο γράμμα). Τα Σοβιέτ θα κρίνουν καλύτερα, πραχτικότερα, σωστότερα, πως μπορούν να γίνουν, και ποια ακριβώς βήματα μπορούν να γίνουν προς το σοσιαλισμό. Ο έλεγχος των τραπεζών, η συγχώνευση όλων των τραπεζών σε μια, δεν είναι ακόμα σοσιαλισμός, αλλά βήμα προς το σοσιαλι­σμό. Τέτοια βήματα κάνουν σήμερα ο γιούνκερ και ο αστός στη Γερμανία ενάντια στο λαό. Αύριο το Σοβιέτ των Στρατιωτών και Εργατών Βουλευτών θα μπορέσει να τα κάνει πολύ καλύτερα για όφελος του λαού, αν θα έχει στα χέρια του όλη την κρατική εξουσία.

Και τί είναι εκείνο που επιβάλλει αυτά τα βήματα;

Η πείνα. Η εξάρθρωση της οικονομίας. Η απειλή της χρεοκοπίας. Οι φρίκες του πολέμου. Οι φοβερές πληγές που προξενεί ο πόλεμος στην ανθρωπότητα.

Ο σ. Κάμενεφ τελειώνει το σχόλιό του με τη δήλωση ότι «ελπίζει σε πλατιά συζήτηση να υπερασπιστεί την άποψη του σαν τη μοναδικά δυνατή για την επαναστατική σοσιαλδημοκρατία, εφό­σον αυτή θέλει και πρέπει να παραμείνει ως το τέλος κόμμα των επαναστατικών μαζών του προλεταριάτου και δεν θέλει να μετα­τραπεί σε ομάδα προπαγανδιστών-κομμουνιστών».

Μου φαίνεται πως στα λόγια αυτά διαφαίνεται μια πολύ λα­θεμένη εκτίμηση της στιγμής. Ό σ. Κάμενεφ αντιπαραθέτει το «κόμμα των μαζών» στην «ομάδα των προπαγανδιστών». Μα οι «μάζες» είναι ακριβώς που παρασύρθηκαν τώρα από τη μέθη του «επαναστατικού» αμυνιτισμού. Δεν θα ήταν άραγε πολύ καλύ­τερο και για τους διεθνιστές να ξέρουν σε μια τέτοια στιγμή να αντιστέκονται στη «μαζική» μέθη, παρά να «θέλουν να μείνουν» με τις μάζες, δηλαδή να παρασυρθούν από το γενικό ρεύμα; Δεν είδαμε μήπως πως οι σοβινιστές σε όλες τις εμπόλεμες ευρωπαϊκές χώρες δικαιολογούσαν τον εαυτό τους με την επιθυμία «να μείνουν με τις μάζες»; Δεν είναι μήπως υποχρεωτικό να ξέρει κανείς για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα να είναι μειοψηφία απέναντι στη «μαζική» μέθη; Δεν είναι μήπως η δουλειά ακριβώς των προπαγανδιστών, αυτήν ίσα-ίσα τη στιγμή, το κεντρικό ση­μείο για την απαλλαγή της προλεταριακής γραμμής από τη «μαζική» αμυνίτικη και μικροαστική μέθη; Η συγχώνευση ακριβώς των μαζών, και των προλεταριακών και των μη προλεταριακών, χωρίς διάκριση των ταξικών διαφορών μέσα στις μάζες, αποτέλεσε έναν από τους όρους της αμυνίτικης επιδημίας. Το να μιλάει κανείς περιφρονητικά για «ομάδα προπαγανδιστών» της προλεταριακής γραμμής δεν είναι ίσως και πολύ τιμητικό.

Γράφτηκε ανάμεσα στις 8 και 13 του Απρίλη 1917

Εκδόθηκε τον Απρίλη του 1917 σε μπροσούρα από το «Πριμπόι»

[i] Αναδημοσιεύω αυτές τις Θέσεις μαζί με σύντομες επεξηγηματικές παρατηρήσεις από το φύλλο αυτό τις «Πράβντα» σαν παράρτημα τούτου του γράμματος.

[ii] Με μια ορισμένη μορφή και ως έναν ορισμένο βαθμό.

[iii] Για να μην παρερμηνέψουν τα λόγια μου, θα προτρέξω και θα πω ευθύς αμέσως: είμαι αναντίρρητα υπέρ της άποψης να πάρουν τα Σοβιέτ των εργατών γης και των αγροτών αμέσως τώρα όλη τη γη, αλλά να τηρούν αυστηρότατα τα ίδια την τάξη και την πειθαρχία, να μην επιτρέπουν την παραμικρή φθορά των μηχανών, των κτιρίων και των ζώων, να μην αποδιοργανώνουν σε καμιά περίπτωση τα νοικοκυριά και την παρα¬γωγή σιτηρών, αλλά να την ενισχύουν, γιατί οι φαντάροι χρειάζονται διπλάσιο ψωμί, και ο λαός δεν πρέπει να πεινά.